- ἀποξύσῃ
- ἀποξύσηι , ἀπόξυσιςsharp pointfem dat sg (epic)ἀποξύ̱σῃ , ἀποξύωscrape offaor subj mid 2nd sgἀποξύ̱σῃ , ἀποξύωscrape offaor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόξεση — απόξεση, η και απόξυση, η (ιατρ.), χειρουργική επέμβαση με την οποία αφαιρούνται με ξύσιμο βλαμμένα μέρη στην επιφάνεια διαφόρων οργάνων του σώματος: Του έκαναν απόξεση οστού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)